- χειρόβλημα
- τὸ, Α(κατά τον Ησύχ.) «χειρόβολον, δράγμαοἱ δὲ χειρόβλητον».[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + βλῆμα (< βάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροβλήματα — χειρόβλημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειρόβλητον — τὸ, Α χειρόβλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + βλητός (< βάλλω), πρβλ. κεραυνό βλητος] … Dictionary of Greek